- κατευμεγεθώ
- κατευμεγεθῶ, -έω (AM)1. είμαι ισχυρότερος, επικρατώ κατά το μέγεθος ή κατά τη δύναμη2. καταδυναστεύω, νικώαρχ.1. καταπνίγω, καταπιέζω, καταστέλλω2. κερδίζω, αποκτώ, επιτυγχάνω3. συμπληρώνω, τελειώνω, κατορθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + *εὐμεγεθῶ (< εὐμεγέθης)].
Dictionary of Greek. 2013.